1. Λέξη
    κοινότυπος (επίθετο) - (παρόμοια: κοινό - κοινότητα - κοινός)
  2. Συνώνυμα
    • συνηθισμένος
    • συχνός
    • συμβατικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασυνήθιστος
    • ιδιαίτερος
    • μοναδικός
    3
  4. Ορισμός
    • Που συναντάται συχνά και δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαιτερότητα.
    • Που δεν ξεχωρίζει για κάτι ιδιαίτερο ή πρωτότυπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Είναι μια κοινότυπη ιστορία χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση.
    • Η εμφάνισή του ήταν κοινότυπη και δεν τράβηξε την προσοχή.
    2