Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κοινότυπος (επίθετο) - (παρόμοια:
κοινό
-
κοινότητα
-
κοινός
)
Συνώνυμα
συνηθισμένος
συχνός
συμβατικός
3
Αντώνυμα
ασυνήθιστος
ιδιαίτερος
μοναδικός
3
Ορισμός
Που συναντάται συχνά και δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαιτερότητα.
Που δεν ξεχωρίζει για κάτι ιδιαίτερο ή πρωτότυπο.
2
Παραδείγματα
Είναι μια κοινότυπη ιστορία χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση.
Η εμφάνισή του ήταν κοινότυπη και δεν τράβηξε την προσοχή.
2