Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κοιτάξουν (ρήμα) - (παρόμοια:
κοιτάζουν
-
κοιτάξω
-
κοιτάω
-
κοιτάς
-
κοιτάζω
-
πετάξουν
)
Συνώνυμα
παρατηρούν
βλέπουν
εξετάζουν
κυττάζουν
4
Αντώνυμα
αγνοούν
παραβλέπουν
2
Ορισμός
να στρέψουν το βλέμμα τους προς κάτι ή κάποιον
να εξετάσουν ή να παρατηρήσουν προσεκτικά
να δουν ή να παρακολουθήσουν
3
Παραδείγματα
Οι μαθητές κοιτάξουν τον πίνακα για να δουν τις οδηγίες.
Κοιτάξουν προσεκτικά πριν διασχίσουν το δρόμο.
Οι γιατροί κοιτάξουν τα αποτελέσματα των εξετάσεων.
3