1. Λέξη
    κοιτάξουν (ρήμα) - (παρόμοια: κοιτάζουν - κοιτάξω - κοιτάω - κοιτάς - κοιτάζω - πετάξουν)
  2. Συνώνυμα
    • παρατηρούν
    • βλέπουν
    • εξετάζουν
    • κυττάζουν
    4
  3. Αντώνυμα
    • αγνοούν
    • παραβλέπουν
    2
  4. Ορισμός
    • να στρέψουν το βλέμμα τους προς κάτι ή κάποιον
    • να εξετάσουν ή να παρατηρήσουν προσεκτικά
    • να δουν ή να παρακολουθήσουν
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι μαθητές κοιτάξουν τον πίνακα για να δουν τις οδηγίες.
    • Κοιτάξουν προσεκτικά πριν διασχίσουν το δρόμο.
    • Οι γιατροί κοιτάξουν τα αποτελέσματα των εξετάσεων.
    3