Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πετάξουν (ρήμα) - (παρόμοια:
πειράξουν
-
πετάξω
-
πετάω
-
κοιτάξουν
)
Συνώνυμα
πετούν
απογειώνονται
εκτοξεύονται
3
Αντώνυμα
καθίζουν
προσγειώνονται
πέφτουν
3
Ορισμός
Να κινηθούν στον αέρα χρησιμοποιώντας φτερά ή άλλα μέσα.
Να εκτοξευθούν ή να απογειωθούν από μια επιφάνεια.
2
Παραδείγματα
Τα πουλιά πετάξαν ψηλά στον ουρανό.
Το αεροπλάνο πετάξει από το αεροδρόμιο στις 8 π.μ.
2