1. Συνώνυμα
    • προσκολλημένος
    • κολλητός
    • συγκολλημένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • αποκολλημένος
    • ξεκολλημένος
    • αποσυνδεδεμένος
    3
  3. Ορισμός
    • Που έχει κολλήσει ή προσκολληθεί σε κάτι.
    • Που βρίσκεται σε στενή επαφή ή σύνδεση με κάτι άλλο.
    • Που δεν μπορεί να απομακρυνθεί εύκολα από μια κατάσταση ή μια σχέση.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Το αυτοκόλλητο ήταν τόσο καλά κολλημένο που δεν μπορούσα να το βγάλω.
    • Είναι κολλημένος με την ιδέα του και δεν ακούει κανέναν άλλο.
    • Οι δύο φίλοι ήταν τόσο κολλημένοι που περνούσαν όλο τον ελεύθερο χρόνο τους μαζί.
    3