Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κολλημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
προσκολλημένος
-
καημένος
-
κολακευμένος
-
ξοφλημένος
-
ηθελημένος
-
κολλητή
-
ψημένος
-
καμένος
-
κουρασμένος
-
κοιμισμένος
-
ενοχλημένος
-
κυνηγημένος
)
Συνώνυμα
προσκολλημένος
κολλητός
συγκολλημένος
3
Αντώνυμα
αποκολλημένος
ξεκολλημένος
αποσυνδεδεμένος
3
Ορισμός
Που έχει κολλήσει ή προσκολληθεί σε κάτι.
Που βρίσκεται σε στενή επαφή ή σύνδεση με κάτι άλλο.
Που δεν μπορεί να απομακρυνθεί εύκολα από μια κατάσταση ή μια σχέση.
3
Παραδείγματα
Το αυτοκόλλητο ήταν τόσο καλά κολλημένο που δεν μπορούσα να το βγάλω.
Είναι κολλημένος με την ιδέα του και δεν ακούει κανέναν άλλο.
Οι δύο φίλοι ήταν τόσο κολλημένοι που περνούσαν όλο τον ελεύθερο χρόνο τους μαζί.
3