1. Λέξη
    κολλάω (ρήμα) - (παρόμοια: κολλάρο - ξεκολλάω - κολλώ - κολ - κολλητή - κολλήσω)
  2. Συνώνυμα
    • προσκολλώ
    • κολλώ
    • κολλιέμαι
    • συγκολλώ
    4
  3. Αντώνυμα
    • αποκολλώ
    • ξεκολλώ
    • αποσπώ
    3
  4. Ορισμός
    • Ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους με κόλλα ή άλλη ουσία.
    • Μεταφόρα: Ενώνω στενά δύο πράγματα ή ανθρώπους.
    • Μεταφόρα: Εμμένω σε κάτι με πείσμα ή επιμονή.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Κολλάω τα κομμάτια του σπασμένου πιάτου.
    • Η κόλλα που χρησιμοποίησα δεν κράτησε καλά και τα κομμάτια ξανακολλάνε.
    • Κολλάει πάντα στις ίδιες ιδέες και δεν ακούει κανέναν άλλον.
    3