Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κολλάω (ρήμα) - (παρόμοια:
κολλάρο
-
ξεκολλάω
-
κολλώ
-
κολ
-
κολλητή
-
κολλήσω
)
Συνώνυμα
προσκολλώ
κολλώ
κολλιέμαι
συγκολλώ
4
Αντώνυμα
αποκολλώ
ξεκολλώ
αποσπώ
3
Ορισμός
Ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους με κόλλα ή άλλη ουσία.
Μεταφόρα: Ενώνω στενά δύο πράγματα ή ανθρώπους.
Μεταφόρα: Εμμένω σε κάτι με πείσμα ή επιμονή.
3
Παραδείγματα
Κολλάω τα κομμάτια του σπασμένου πιάτου.
Η κόλλα που χρησιμοποίησα δεν κράτησε καλά και τα κομμάτια ξανακολλάνε.
Κολλάει πάντα στις ίδιες ιδέες και δεν ακούει κανέναν άλλον.
3