1. Λέξη
    κολλητή (επίθετο) - (παρόμοια: κολλητός - κολλητικός - κολλώ - κολλάω - κολλημένος)
  2. Συνώνυμα
    • κολλητός
    • συνημμένος
    • προσκολλημένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποκολλημένος
    • ξεκολλημένος
    • χωριστός
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει κολλήσει ή είναι στενά συνδεδεμένος με κάτι άλλο.
    • Που βρίσκεται σε πολύ στενή επαφή ή σχέση με κάποιον ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι κολλητές φωτογραφίες στο άλμπουμ θυμίζουν παλιές στιγμές.
    • Είναι κολλητοί φίλοι από το δημοτικό.
    2