Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κολλητή (επίθετο) - (παρόμοια:
κολλητός
-
κολλητικός
-
κολλώ
-
κολλάω
-
κολλημένος
)
Συνώνυμα
κολλητός
συνημμένος
προσκολλημένος
3
Αντώνυμα
αποκολλημένος
ξεκολλημένος
χωριστός
3
Ορισμός
Που έχει κολλήσει ή είναι στενά συνδεδεμένος με κάτι άλλο.
Που βρίσκεται σε πολύ στενή επαφή ή σχέση με κάποιον ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Οι κολλητές φωτογραφίες στο άλμπουμ θυμίζουν παλιές στιγμές.
Είναι κολλητοί φίλοι από το δημοτικό.
2