Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κολλητός (επίθετο) - (παρόμοια:
κολλητή
-
κολλητικός
-
κολλώ
)
Συνώνυμα
φίλος
σύντροφος
συμμαθητής
3
Αντώνυμα
εχθρός
αντίπαλος
2
Ορισμός
Αυτός που έχει κολλήσει ή έχει στενή σχέση με κάποιον, συνήθως λόγω κοινών εμπειριών ή ενδιαφερόντων.
Αυτός που σπουδάζει ή έχει σπουδάσει στην ίδια σχολή ή τμήμα με κάποιον άλλο.
2
Παραδείγματα
Ο Γιάννης είναι ο κολλητός μου από το σχολείο.
Είμαστε κολλητοί από την εποχή του πανεπιστημίου.
2