1. Λέξη
    κολλητός (επίθετο) - (παρόμοια: κολλητή - κολλητικός - κολλώ)
  2. Συνώνυμα
    • φίλος
    • σύντροφος
    • συμμαθητής
    3
  3. Αντώνυμα
    • εχθρός
    • αντίπαλος
    2
  4. Ορισμός
    • Αυτός που έχει κολλήσει ή έχει στενή σχέση με κάποιον, συνήθως λόγω κοινών εμπειριών ή ενδιαφερόντων.
    • Αυτός που σπουδάζει ή έχει σπουδάσει στην ίδια σχολή ή τμήμα με κάποιον άλλο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γιάννης είναι ο κολλητός μου από το σχολείο.
    • Είμαστε κολλητοί από την εποχή του πανεπιστημίου.
    2