1. Συνώνυμα
    • προσκολλητικός
    • συγκολλητικός
    • κολλώδης
    3
  2. Αντώνυμα
    • αποκολλητικός
    • αποσυνδετικός
    2
  3. Ορισμός
    • Που έχει την ιδιότητα να κολλάει ή να προσκολλάται σε επιφάνειες.
    • Που προκαλεί ή διευκολύνει την προσκόλληση ή την ένωση επιφανειών.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η κόλλα έχει πολύ κολλητικές ιδιότητες.
    • Χρησιμοποιήσαμε ένα κολλητικό νήμα για να ενώσουμε τα κομμάτια του ξύλου.
    2