Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κολλητικός (επίθετο) - (παρόμοια:
κολλητός
-
κολλητή
-
κολπικός
-
κολακευτικός
-
αθλητικός
-
ομιλητικός
-
κοινοτικός
-
κουραστικός
-
απειλητικός
-
προκλητικός
-
ενοχλητικός
)
Συνώνυμα
προσκολλητικός
συγκολλητικός
κολλώδης
3
Αντώνυμα
αποκολλητικός
αποσυνδετικός
2
Ορισμός
Που έχει την ιδιότητα να κολλάει ή να προσκολλάται σε επιφάνειες.
Που προκαλεί ή διευκολύνει την προσκόλληση ή την ένωση επιφανειών.
2
Παραδείγματα
Η κόλλα έχει πολύ κολλητικές ιδιότητες.
Χρησιμοποιήσαμε ένα κολλητικό νήμα για να ενώσουμε τα κομμάτια του ξύλου.
2