Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κολπικός (επίθετο) - (παρόμοια:
κολλητικός
-
κοσμικός
-
κολακευτικός
)
Συνώνυμα
θηλυκος
γυναικειος
2
Αντώνυμα
ανδρικος
αρρενωπος
2
Ορισμός
Σχετικός με τον κόλπο, ιδιαίτερα με τον γυναικείος κόλπο.
Που αναφέρεται ή χαρακτηρίζει το γυναικείο γεννητικό όργανο.
2
Παραδείγματα
Η κολπική εξέταση είναι απαραίτητη για τη διάγνωση ορισμένων παθήσεων.
Η κολπική ακτινογραφία χρησιμοποιείται στη γυναικολογία.
2