Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κομμουνιστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
κομμουνισμός
-
κομμουνιστής
-
κουνιστός
)
Συνώνυμα
σοσιαλιστικός
μαρξιστικός
λαϊκιστικός
3
Αντώνυμα
καπιταλιστικός
φιλελεύθερος
αστικός
3
Ορισμός
Σχετικός με τον κομμουνισμό ή τις αρχές του.
Που αφορά το πολιτικό σύστημα όπου τα μέσα παραγωγής ανήκουν στην κοινότητα.
Που υποστηρίζει ή προωθεί τις ιδέες του κομμουνισμού.
3
Παραδείγματα
Ο κομμουνιστικός κόσμος γιόρτασε την επέτειο της επανάστασης.
Η κομμουνιστική ιδεολογία επηρέασε πολλά κινήματα στον 20ό αιώνα.
Οι κομμουνιστικές χώρες είχαν κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία.
3