Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουνιστός (επίθετο) - (παρόμοια:
καπνιστός
-
κουτός
-
κομμουνιστικός
-
καθιστός
-
κουνιάδα
-
κλειστός
-
κομμουνιστής
-
κομμουνισμός
)
Συνώνυμα
κουνώμενος
ταλαντευόμενος
κυλιόμενος
3
Αντώνυμα
σταθερός
ακίνητος
αμετακίνητος
3
Ορισμός
Που μπορεί να κινείται ή να μετακινείται εύκολα.
Που βρίσκεται σε συνεχή κίνηση ή ταλάντωση.
2
Παραδείγματα
Ο κουνιστός καναπές στο σαλόνι είναι πολύ άνετος.
Τα κουνιστά παιχνίδια στο πάρκο είναι αγαπημένα των παιδιών.
2