1. Λέξη
    κομμωτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κομμωτήριο - κομμουνιστής)
  2. Συνώνυμα
    • κουρέας
    • στυλίστας
    • μοδίστρα
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Επαγγελματίας που ασχολείται με το κούρεμα και το χτένισμα των μαλλιών.
    • Προσωπικό που εργάζεται σε κομμωτήριο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο κομμωτής μου έκανε μια πολύ ωραία περικοπή.
    • Το κομμωτήριο έχει πολύ καλούς κομμωτές.
    2