Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κομμωτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κομμωτήριο
-
κομμουνιστής
)
Συνώνυμα
κουρέας
στυλίστας
μοδίστρα
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Επαγγελματίας που ασχολείται με το κούρεμα και το χτένισμα των μαλλιών.
Προσωπικό που εργάζεται σε κομμωτήριο.
2
Παραδείγματα
Ο κομμωτής μου έκανε μια πολύ ωραία περικοπή.
Το κομμωτήριο έχει πολύ καλούς κομμωτές.
2