Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κομμωτήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κομμωτής
-
κτήριο
-
κοιμητήριο
)
Συνώνυμα
παρουσίαση
καλλωπισμός
αισθητική
3
Αντώνυμα
ακαλλιέργεια
ατημέλητο
απεριποίητο
3
Ορισμός
Επιχείρηση όπου γίνονται θεραπείες και επεμβάσεις για την περιποίηση των μαλλιών.
Ο χώρος όπου πραγματοποιούνται επεμβάσεις περιποίησης των μαλλιών.
2
Παραδείγματα
Πήγα στο κομμωτήριο για να κόψω τα μαλλιά μου.
Το κομμωτήριο ήταν γεμάτο και έπρεπε να κλείσω ραντεβού.
2