1. Λέξη
    κομμωτήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κομμωτής - κτήριο - κοιμητήριο)
  2. Συνώνυμα
    • παρουσίαση
    • καλλωπισμός
    • αισθητική
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακαλλιέργεια
    • ατημέλητο
    • απεριποίητο
    3
  4. Ορισμός
    • Επιχείρηση όπου γίνονται θεραπείες και επεμβάσεις για την περιποίηση των μαλλιών.
    • Ο χώρος όπου πραγματοποιούνται επεμβάσεις περιποίησης των μαλλιών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πήγα στο κομμωτήριο για να κόψω τα μαλλιά μου.
    • Το κομμωτήριο ήταν γεμάτο και έπρεπε να κλείσω ραντεβού.
    2