1. Λέξη
    κοντέινερ (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κοντέσα - κοντέσσα)
  2. Συνώνυμα
    • δοχείο
    • δεξαμενή
    • κιβώτιο
    • κάσα
    4
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μεγάλο μεταλλικό δοχείο που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά εμπορευμάτων.
    • Συσκευασία ή δοχείο που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ή μεταφορά υλικών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το εμπορευματικό πλοίο μεταφέρει εκατοντάδες κοντέινερ.
    • Χρειάζομαι ένα μικρό κοντέινερ για να τακτοποιήσω τα εργαλεία μου.
    2