Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κοντέσα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κοντέσσα
-
κοντά
-
κοντέινερ
-
κοντός
)
Συνώνυμα
κόμισσα
ευγενής
2
Αντώνυμα
αγρότισσα
απλή πολίτης
2
Ορισμός
Γυναίκα ευγενικού τίτλου, χαμηλότερη σε βαθμό από τη δούκισσα.
Τίτλος ευγενείας σε ορισμένες χώρες.
2
Παραδείγματα
Η κοντέσα φορούσε ένα υπέροχο βραχιόλι στο πάρτι.
Η κοντέσα του Μοντεχρίστο είναι γνωστή από το ομώνυμο μυθιστόρημα.
2