1. Λέξη
    κοντέσα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κοντέσσα - κοντά - κοντέινερ - κοντός)
  2. Συνώνυμα
    • κόμισσα
    • ευγενής
    2
  3. Αντώνυμα
    • αγρότισσα
    • απλή πολίτης
    2
  4. Ορισμός
    • Γυναίκα ευγενικού τίτλου, χαμηλότερη σε βαθμό από τη δούκισσα.
    • Τίτλος ευγενείας σε ορισμένες χώρες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κοντέσα φορούσε ένα υπέροχο βραχιόλι στο πάρτι.
    • Η κοντέσα του Μοντεχρίστο είναι γνωστή από το ομώνυμο μυθιστόρημα.
    2