Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κοπάδι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κοπάζω
-
κοπάνα
)
Συνώνυμα
αγέλη
ομάδα
σμήνος
3
Αντώνυμα
μονάδα
μονάχα
2
Ορισμός
Μια ομάδα ζώων του ίδιου είδους που ζουν ή κινούνται μαζί.
Μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων ή πραγμάτων που θεωρούνται συλλογικά.
2
Παραδείγματα
Ένα κοπάδι πρόβατα βόσκησε στο λιβάδι.
Ένα κοπάδι τουριστών κατέβηκε από το λεωφορείο.
2