Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κοπάνα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κοπάζω
-
κοπάδι
-
καμπάνα
)
Συνώνυμα
διακοπή
διάλειμμα
παύση
3
Αντώνυμα
συνέχεια
αδιάκοπη εργασία
2
Ορισμός
Μια σύντομη διακοπή από την εργασία ή άλλη δραστηριότητα για ξεκούραση ή αναψυχή.
Ένα χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος παύει να εργάζεται ή να ασχολείται με κάτι.
2
Παραδείγματα
Πήρα μια κοπάνα από τη δουλειά για να πιω έναν καφέ.
Οι μαθητές έκαναν κοπάνα από το μάθημα για λίγα λεπτά.
2