1. Λέξη
    κουνάω (ρήμα) - (παρόμοια: κουνάβι - κουνώ - κουνγκ - κουδουνάκι - κουνέλι - κουνηθώ - κοπανάω)
  2. Συνώνυμα
    • ταρακουνάω
    • κλονίζω
    • σαλεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταθεροποιώ
    • ηρεμώ
    • ακινητοποιώ
    3
  4. Ορισμός
    • Κινώ κάτι ή κάποιον από τη θέση του, προκαλώντας ταλάντωση ή κίνηση.
    • Ενοχλώ ή αναστατώνω την ψυχική ηρεμία κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο άνεμος κούναε τα κλαδιά του δέντρου.
    • Η είδηση τον κούναε από τη χαρά του.
    2