Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουνάω (ρήμα) - (παρόμοια:
κουνάβι
-
κουνώ
-
κουνγκ
-
κουδουνάκι
-
κουνέλι
-
κουνηθώ
-
κοπανάω
)
Συνώνυμα
ταρακουνάω
κλονίζω
σαλεύω
3
Αντώνυμα
σταθεροποιώ
ηρεμώ
ακινητοποιώ
3
Ορισμός
Κινώ κάτι ή κάποιον από τη θέση του, προκαλώντας ταλάντωση ή κίνηση.
Ενοχλώ ή αναστατώνω την ψυχική ηρεμία κάποιου.
2
Παραδείγματα
Ο άνεμος κούναε τα κλαδιά του δέντρου.
Η είδηση τον κούναε από τη χαρά του.
2