1. Λέξη
    κουδουνάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κουνελάκι - κουνάω - κουνάβι)
  2. Συνώνυμα
    • καμπάνα
    • κουδούνι
    • κουδούνισμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • σιωπή
    • ησυχία
    2
  4. Ορισμός
    • ένα μικρό μεταλλικό αντικείμενο που κάνει ήχο όταν κουνιέται ή χτυπιέται
    • ένα μικρό κουδούνι που χρησιμοποιείται για διακοσμητικούς ή πρακτικούς σκοπούς
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το κουδουνάκι της πόρτας χτύπησε όταν μπήκε ο πελάτης.
    • Η γάτα είχε ένα κουδουνάκι στο κολάρο της.
    2