Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουδουνάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κουνελάκι
-
κουνάω
-
κουνάβι
)
Συνώνυμα
καμπάνα
κουδούνι
κουδούνισμα
3
Αντώνυμα
σιωπή
ησυχία
2
Ορισμός
ένα μικρό μεταλλικό αντικείμενο που κάνει ήχο όταν κουνιέται ή χτυπιέται
ένα μικρό κουδούνι που χρησιμοποιείται για διακοσμητικούς ή πρακτικούς σκοπούς
2
Παραδείγματα
Το κουδουνάκι της πόρτας χτύπησε όταν μπήκε ο πελάτης.
Η γάτα είχε ένα κουδουνάκι στο κολάρο της.
2