1. Λέξη
    κουμπαράς (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κουμπί - κουμπάρα)
  2. Συνώνυμα
    • ταμείο
    • κουτί αποταμίευσης
    • κασέλα
    3
  3. Αντώνυμα
    • δανειστής
    • χρεωστής
    2
  4. Ορισμός
    • Ένα δοχείο ή συσκευή που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση νομισμάτων ή άλλων μικρών αντικειμένων.
    • Μεταφορικά, ένα άτομο που συγκεντρώνει ή αποθηκεύει χρήματα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο παππούς μου είχε έναν κουμπαρά σε σχήμα γουρουνιού για να μαζεύει τα ρέστα του.
    • Ο Γιάννης είναι ο κουμπαράς της παρέας, πάντα έχει χρήματα για έκτακτες ανάγκες.
    2