Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουμπαράς (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κουμπί
-
κουμπάρα
)
Συνώνυμα
ταμείο
κουτί αποταμίευσης
κασέλα
3
Αντώνυμα
δανειστής
χρεωστής
2
Ορισμός
Ένα δοχείο ή συσκευή που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση νομισμάτων ή άλλων μικρών αντικειμένων.
Μεταφορικά, ένα άτομο που συγκεντρώνει ή αποθηκεύει χρήματα.
2
Παραδείγματα
Ο παππούς μου είχε έναν κουμπαρά σε σχήμα γουρουνιού για να μαζεύει τα ρέστα του.
Ο Γιάννης είναι ο κουμπαράς της παρέας, πάντα έχει χρήματα για έκτακτες ανάγκες.
2