1. Λέξη
    κουμπάρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κουμπάρος - κουμπί - μπάρα - κουμπαράς)
  2. Συνώνυμα
    • κουμπάρος
    • νουνός
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Η γυναίκα που αναλαμβάνει το ρόλο του κουμπάρου σε γάμο ή βάφτιση.
    • Η γυναίκα που είναι πνευματική μητέρα κάποιου λόγω βάφτισης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κουμπάρα φόρεσε μια όμορφη φούστα για τον γάμο.
    • Η κουμπάρα κράτησε το μωρό κατά τη διάρκεια της βάφτισης.
    2