Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουμπάρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κουμπάρος
-
κουμπί
-
μπάρα
-
κουμπαράς
)
Συνώνυμα
κουμπάρος
νουνός
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Η γυναίκα που αναλαμβάνει το ρόλο του κουμπάρου σε γάμο ή βάφτιση.
Η γυναίκα που είναι πνευματική μητέρα κάποιου λόγω βάφτισης.
2
Παραδείγματα
Η κουμπάρα φόρεσε μια όμορφη φούστα για τον γάμο.
Η κουμπάρα κράτησε το μωρό κατά τη διάρκεια της βάφτισης.
2