Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουμπί (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κουμπάρα
-
κουπί
-
κουμπαράς
-
κουμπάρος
)
Συνώνυμα
πλήκτρο
διακόπτης
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μικρό μεταλλικό ή πλαστικό αντικείμενο που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση ή τη διακοπή ενός ηλεκτρικού κυκλώματος.
Μικρό αντικείμενο που χρησιμοποιείται για τη στερέωση ή τη διακόσμηση ρούχων.
2
Παραδείγματα
Πάτησε το κουμπί για να ανάψει το φως.
Η φούστα της έχει όμορφα κουμπιά.
2