1. Λέξη
    κουπόνι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κουπ - κουπέ - κουπί)
  2. Συνώνυμα
    • έκπτωτικό κουπόνι
    • κουπόνι έκπτωσης
    • εκπτωτικό δελτίο
    3
  3. Αντώνυμα
    • πλήρης τιμή
    • χωρίς έκπτωση
    2
  4. Ορισμός
    • Έγγραφο ή ηλεκτρονικό δελτίο που δίνει το δικαίωμα σε έκπτωση ή δωρεάν προϊόντα/υπηρεσίες.
    • Μια προσφορά που επιτρέπει στον κάτοχο να αγοράσει κάτι με μειωμένη τιμή ή να λάβει κάτι δωρεάν.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Χρησιμοποίησα ένα κουπόνι για να πάρω 20% έκπτωση στα ρούχα που αγόρασα.
    • Το περιοδικό είχε ένα κουπόνι για δωρεάν καφέ στο τοπικό καφέ.
    2