Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουπόνι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κουπ
-
κουπέ
-
κουπί
)
Συνώνυμα
έκπτωτικό κουπόνι
κουπόνι έκπτωσης
εκπτωτικό δελτίο
3
Αντώνυμα
πλήρης τιμή
χωρίς έκπτωση
2
Ορισμός
Έγγραφο ή ηλεκτρονικό δελτίο που δίνει το δικαίωμα σε έκπτωση ή δωρεάν προϊόντα/υπηρεσίες.
Μια προσφορά που επιτρέπει στον κάτοχο να αγοράσει κάτι με μειωμένη τιμή ή να λάβει κάτι δωρεάν.
2
Παραδείγματα
Χρησιμοποίησα ένα κουπόνι για να πάρω 20% έκπτωση στα ρούχα που αγόρασα.
Το περιοδικό είχε ένα κουπόνι για δωρεάν καφέ στο τοπικό καφέ.
2