Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουπί (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κουπ
-
κουπέ
-
κουμπί
-
κουνουπίδι
-
κουπόνι
-
κουκ
-
κους-κους
-
κουπαστή
)
Συνώνυμα
κωπηλατικό εργαλείο
κωπηλάτης
2
Αντώνυμα
πρόσθιο
1
Ορισμός
Εργαλείο που χρησιμοποιείται για την κίνηση μιας βάρκας ή σκάφους μέσω της ώθησης του νερού.
Μέρος του σκάφους που χρησιμοποιείται για την κωπηλασία.
2
Παραδείγματα
Ο ψαράς κρατούσε το κουπί και κωπηλατούσε προσεκτικά.
Έσπασε το κουπί του σκάφους κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.
2