1. Λέξη
    κουπί (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κουπ - κουπέ - κουμπί - κουνουπίδι - κουπόνι - κουκ - κους-κους - κουπαστή)
  2. Συνώνυμα
    • κωπηλατικό εργαλείο
    • κωπηλάτης
    2
  3. Αντώνυμα
    • πρόσθιο
    1
  4. Ορισμός
    • Εργαλείο που χρησιμοποιείται για την κίνηση μιας βάρκας ή σκάφους μέσω της ώθησης του νερού.
    • Μέρος του σκάφους που χρησιμοποιείται για την κωπηλασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ψαράς κρατούσε το κουπί και κωπηλατούσε προσεκτικά.
    • Έσπασε το κουπί του σκάφους κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.
    2