Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουρέλι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κουνέλι
-
κουρέας
-
κουρτ
-
κουρσά
)
Συνώνυμα
παλιούδι
σκουπίδι
κουτσούλι
3
Αντώνυμα
καινούριο
πολύτιμο
εντυπωσιακό
3
Ορισμός
Ένα κομμάτι υφάσματος που είναι φθαρμένο ή χρησιμοποιείται για καθαρισμό.
Κάτι που θεωρείται άχρηστο ή κακής ποιότητας.
2
Παραδείγματα
Χρησιμοποίησε ένα κουρέλι για να σκουπίσει το νερό από το πάτωμα.
Αυτό το ρούχο έχει γίνει κουρέλι από τις πολλές πλύσεις.
2