1. Λέξη
    κουνέλι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κουρέλι - κουνώ - κουνγκ - κουνάω)
  2. Συνώνυμα
    • λαγός
    • λαγουδάκι
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μικρό θηλαστικό με μακριά αυτιά, μαλακό τρίχωμα και ικανό για γρήγορο τρέξιμο, που ανήκει στην οικογένεια των Λαγοειδών.
    • Συμβολικά, χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι φοβιτσιάρης ή δειλός.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το κουνέλι έτρεξε γρήγορα προς την τρύπα του.
    • Μην είσαι κουνέλι, αντιμετώπισε την κατάσταση!
    2