Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουνέλι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κουρέλι
-
κουνώ
-
κουνγκ
-
κουνάω
)
Συνώνυμα
λαγός
λαγουδάκι
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μικρό θηλαστικό με μακριά αυτιά, μαλακό τρίχωμα και ικανό για γρήγορο τρέξιμο, που ανήκει στην οικογένεια των Λαγοειδών.
Συμβολικά, χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι φοβιτσιάρης ή δειλός.
2
Παραδείγματα
Το κουνέλι έτρεξε γρήγορα προς την τρύπα του.
Μην είσαι κουνέλι, αντιμετώπισε την κατάσταση!
2