1. Λέξη
    κούρσα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κούρεμα - κούραση - κούριερ)
  2. Συνώνυμα
    • αγώνας
    • ανταγωνισμός
    • συμπλοκή
    3
  3. Αντώνυμα
    • συνεργασία
    • συνεννόηση
    2
  4. Ορισμός
    • Μια διαδικασία κατά την οποία δύο ή περισσότεροι συμμετέχοντες προσπαθούν να φτάσουν πρώτοι σε έναν προκαθορισμένο στόχο.
    • Μια μορφή ανταγωνισμού που περιλαμβάνει ταχύτητα ή άλλες φυσικές ή διανοητικές ικανότητες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κούρσα για την πρωτιά στον αγώνα ήταν πολύ σκληρή.
    • Οι δύο φίλοι μπήκαν σε μια φιλική κούρσα για να δουν ποιος θα τερματίσει πρώτος.
    2