1. Λέξη
    κουραστώ (ρήμα) - (παρόμοια: ξεκουραστώ - κουραστικός - κουρασμένος - κουρτ)
  2. Συνώνυμα
    • εξαντλούμαι
    • κλοτσώ
    • κουράζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανακτώ δυνάμεις
    • ξεκουράζομαι
    • αναπαύομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω φυσική ή ψυχική εξάντληση λόγω προσπάθειας ή δραστηριότητας.
    • Χάνω την ενέργεια ή το ενδιαφέρον μου για κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά από μια μακριά μέρα δουλειάς, κουράστηκα πολύ.
    • Κουράστηκα να προσπαθώ να καταλάβω αυτή την πολύπλοκη άσκηση.
    2