1. Λέξη
    ξεκουραστώ (ρήμα) - (παρόμοια: κουραστώ - ξεχαστώ)
  2. Συνώνυμα
    • χαλαρώνω
    • αναπαύομαι
    • ξεκουράζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • κουράζομαι
    • εξαντλούμαι
    • επιβαρύνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να ανακτώ τις δυνάμεις μου μετά από κούραση ή άσκηση.
    • Να απολαμβάνω μια περίοδο ανάπαυσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά από μια κουραστική μέρα δουλειάς, χρειάστηκα να ξεκουραστώ.
    • Τα Σαββατοκύριακα πηγαίνουμε στο εξοχικό μας για να ξεκουραστούμε.
    2