Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουραστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
κουραστώ
-
δραστικός
-
περαστικός
-
αστικός
-
υπεραστικός
-
βιαστικός
-
πλαστικός
-
σπαστικός
-
κολλητικός
-
ακουστικός
-
δικαστικός
-
κοινοτικός
)
Συνώνυμα
εξαντλητικός
κουρασμένος
επίπονος
3
Αντώνυμα
αναζωογονητικός
ανακουφιστικός
ευχάριστος
3
Ορισμός
Που προκαλεί κούραση ή εξάντληση.
Που δημιουργεί αίσθηση βαρεμάρας ή έλλειψης ενδιαφέροντος.
2
Παραδείγματα
Η δουλειά ήταν πολύ κουραστική και με έκανε να νιώθω εξαντλημένος.
Η διαδικασία ήταν τόσο κουραστική που πολλοί την εγκατέλειψαν.
2