Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουρείο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κουρεύω
-
κουρτ
-
κουρσά
)
Συνώνυμα
κομμωτήριο
περουκαδοπλάστειο
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Επιχείρηση όπου πραγματοποιούνται υπηρεσίες κομμώματος και περιποίησης μαλλιών.
Ο χώρος όπου εργάζεται ο κουρέας.
2
Παραδείγματα
Πήγα στο κουρείο για να κόψω τα μαλλιά μου.
Το κουρείο ήταν γεμάτο και έπρεπε να περιμένω.
2