1. Λέξη
    κουρείο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κουρεύω - κουρτ - κουρσά)
  2. Συνώνυμα
    • κομμωτήριο
    • περουκαδοπλάστειο
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Επιχείρηση όπου πραγματοποιούνται υπηρεσίες κομμώματος και περιποίησης μαλλιών.
    • Ο χώρος όπου εργάζεται ο κουρέας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πήγα στο κουρείο για να κόψω τα μαλλιά μου.
    • Το κουρείο ήταν γεμάτο και έπρεπε να περιμένω.
    2