Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουταλιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κουταλάκι
-
κουτί
)
Συνώνυμα
κουτάλι
κουταλάκι
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μικρό σκεύος με κοίλη επιφάνεια και μακρύ μανταλάκι, που χρησιμοποιείται για το σερβίρισμα ή την κατανάλωση τροφίμων.
Η ποσότητα ενός υγρού ή μιας τροφής που χωράει σε ένα κουτάλι.
2
Παραδείγματα
Έβαλε μια κουταλιά ζάχαρη στον καφέ της.
Ο γιατρός του συνέστησε να παίρνει μια κουταλιά σιρόπι κάθε πρωί.
2