Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουτί (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κουτός
-
κουτάλι
-
κουτσός
-
κουτάλα
-
κουτάβι
-
κουπ
-
κους-κους
-
κουκ
-
κουταλιά
)
Συνώνυμα
κιβώτιο
κασέλα
δοχείο
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα αντικείμενο με σχήμα κουτιού, συνήθως από χαρτόνι, πλαστικό ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ή τη μεταφορά άλλων αντικειμένων.
Μια μικρή συσκευασία ή δοχείο για την αποθήκευση προϊόντων.
2
Παραδείγματα
Έβαλε τα παιχνίδια στο κουτί.
Το κουτί των δημητριακών ήταν άδειο.
2