1. Λέξη
    κουτί (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κουτός - κουτάλι - κουτσός - κουτάλα - κουτάβι - κουπ - κους-κους - κουκ - κουταλιά)
  2. Συνώνυμα
    • κιβώτιο
    • κασέλα
    • δοχείο
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ένα αντικείμενο με σχήμα κουτιού, συνήθως από χαρτόνι, πλαστικό ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ή τη μεταφορά άλλων αντικειμένων.
    • Μια μικρή συσκευασία ή δοχείο για την αποθήκευση προϊόντων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έβαλε τα παιχνίδια στο κουτί.
    • Το κουτί των δημητριακών ήταν άδειο.
    2