Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουφάλα (επίθετο) - (παρόμοια:
κουτάλα
-
κουφάρι
-
κουφή
-
κουφό
-
κεφάλα
-
κουφός
)
Συνώνυμα
ανοητος
χαζός
βλάκας
3
Αντώνυμα
έξυπνος
ευφυής
οξυδερκής
3
Ορισμός
Αυτός που στερείται νοημοσύνης ή κριτικής σκέψης.
Αυτός που δείχνει έλλειψη κατανόησης ή λογικής.
2
Παραδείγματα
Ο κουφάλας άνθρωπος δεν κατάλαβε τίποτα από αυτά που του είπαν.
Μην είσαι κουφάλας και ακούς τι σου λέω!
2