1. Λέξη
    κουφό (επίθετο) - (παρόμοια: κουφός - κουφή - κουφάρι - κουφάλα - κουπ - κουκ - κους-κους)
  2. Συνώνυμα
    • ανοητό
    • ανόητο
    • βλακώδες
    • χαζό
    4
  3. Αντώνυμα
    • έξυπνο
    • ευφυές
    • σοφό
    3
  4. Ορισμός
    • Που στερείται νοημοσύνης ή λογικής.
    • Που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ουσιαστικού περιεχομένου ή σημασίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Είπε μια κουφή δικαιολογία που κανείς δεν πίστεψε.
    • Το κουφό σχόλιο του τον έκανε να φανεί ανόητος.
    2