Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουφό (επίθετο) - (παρόμοια:
κουφός
-
κουφή
-
κουφάρι
-
κουφάλα
-
κουπ
-
κουκ
-
κους-κους
)
Συνώνυμα
ανοητό
ανόητο
βλακώδες
χαζό
4
Αντώνυμα
έξυπνο
ευφυές
σοφό
3
Ορισμός
Που στερείται νοημοσύνης ή λογικής.
Που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ουσιαστικού περιεχομένου ή σημασίας.
2
Παραδείγματα
Είπε μια κουφή δικαιολογία που κανείς δεν πίστεψε.
Το κουφό σχόλιο του τον έκανε να φανεί ανόητος.
2