1. Λέξη
    κουφός (επίθετο) - (παρόμοια: κουφό - κουφή - κουλός - κουτός - κρυφός - κουφάρι - κουφάλα - κουτσός)
  2. Συνώνυμα
    • ακούσιος
    • ακουστικός
    2
  3. Αντώνυμα
    • ακουστός
    • ευαίσθητος
    2
  4. Ορισμός
    • Αυτός που δεν έχει την ικανότητα να ακούει ή που έχει μειωμένη ακοή.
    • Αυτός που δεν αντιλαμβάνεται ή δεν δίνει σημασία σε αυτά που του λένε.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο κουφός άνδρας χρησιμοποιεί νοηματική γλώσσα για να επικοινωνήσει.
    • Ήταν κουφός στις προειδοποιήσεις των φίλων του και έκανε το λάθος.
    2