1. Λέξη
    κρέμομαι (ρήμα) - (παρόμοια: κρίνομαι - κρύβομαι - κρέμα)
  2. Συνώνυμα
    • κρεμιέμαι
    • αναρτώμαι
    • κυλώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταθερός
    • στέκομαι
    • βαστώ
    3
  4. Ορισμός
    • 1. Να βρίσκομαι σε θέση ανάρτησης ή αναστολής από κάποιο σημείο.
    • 2. Να είμαι σε κατάσταση αναμονής ή αβεβαιότητας.
    • 3. Να εξαρτώμαι από κάποιον ή κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το πανό κρέμεται από το παράθυρο.
    • Η απόφαση για την πρόσληψή του κρέμεται ακόμα.
    • Η ζωή του κρέμεται από μια κλωστή.
    3