Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρέμομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
κρίνομαι
-
κρύβομαι
-
κρέμα
)
Συνώνυμα
κρεμιέμαι
αναρτώμαι
κυλώ
3
Αντώνυμα
σταθερός
στέκομαι
βαστώ
3
Ορισμός
1. Να βρίσκομαι σε θέση ανάρτησης ή αναστολής από κάποιο σημείο.
2. Να είμαι σε κατάσταση αναμονής ή αβεβαιότητας.
3. Να εξαρτώμαι από κάποιον ή κάτι.
3
Παραδείγματα
Το πανό κρέμεται από το παράθυρο.
Η απόφαση για την πρόσληψή του κρέμεται ακόμα.
Η ζωή του κρέμεται από μια κλωστή.
3