Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρίνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
εγκρίνομαι
-
κρίνο
-
υποκρίνομαι
-
κλείνομαι
-
γίνομαι
-
δίνομαι
-
ανταποκρίνομαι
-
κρύβομαι
-
μαίνομαι
-
κρέμομαι
-
φαίνομαι
-
κρίνω
)
Συνώνυμα
εξετάζομαι
αξιολογούμαι
κριτικάρομαι
3
Αντώνυμα
αγνοούμαι
παραβλέπομαι
2
Ορισμός
Υπόκειμαι σε κριτική ή αξιολόγηση από κάποιον.
Βρίσκομαι υπό δικαστική εξέταση ή δίκη.
Κατατάσσομαι ή θεωρούμαι με βάση συγκεκριμένα κριτήρια.
3
Παραδείγματα
Ο καλλιτέχνης κρίνεται από το κοινό του.
Ο ύποπτος κρίνεται από το δικαστήριο.
Η απόδοσή του κρίνεται με βάση αυστηρά κριτήρια.
3