1. Λέξη
    κρίση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κρίσι - κρίστα - κρίστο - κρίσνα - κρίσταλ - κρίσιμο - κρίσιμος)
  2. Συνώνυμα
    • αξιολόγηση
    • εκτίμηση
    • κρίσιμη στιγμή
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδιαφορία
    • αμέλεια
    2
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της εξέτασης και της αξιολόγησης κάποιου ή κάτι.
    • Μια κρίσιμη στιγμή ή κατάσταση που απαιτεί απόφαση ή δράση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κρίση του δικαστηρίου ήταν αμερόληπτη.
    • Η χώρα αντιμετωπίζει οικονομική κρίση.
    2