Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρίση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κρίσι
-
κρίστα
-
κρίστο
-
κρίσνα
-
κρίσταλ
-
κρίσιμο
-
κρίσιμος
)
Συνώνυμα
αξιολόγηση
εκτίμηση
κρίσιμη στιγμή
3
Αντώνυμα
αδιαφορία
αμέλεια
2
Ορισμός
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της εξέτασης και της αξιολόγησης κάποιου ή κάτι.
Μια κρίσιμη στιγμή ή κατάσταση που απαιτεί απόφαση ή δράση.
2
Παραδείγματα
Η κρίση του δικαστηρίου ήταν αμερόληπτη.
Η χώρα αντιμετωπίζει οικονομική κρίση.
2