Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρίσιμο (επίθετο) - (παρόμοια:
κρίσιμος
-
κρίσι
-
κλείσιμο
-
κρίση
-
κρίσνα
-
κρίστα
-
κρίστο
)
Συνώνυμα
σημαντικό
κυριώδες
αποφασιστικό
3
Αντώνυμα
ασήμαντο
αδιάφορο
επιφανειακό
3
Ορισμός
που έχει μεγάλη σημασία ή επιρροή
που απαιτεί άμεση προσοχή ή ενέργεια
που βρίσκεται σε σημείο καμπής ή κρίσης
3
Παραδείγματα
Αυτή είναι μια κρίσιμη στιγμή για την εταιρεία μας.
Ο ασθενής βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση.
Η απόφασή σου ήταν κρίσιμη για την επιτυχία του έργου.
3