1. Λέξη
    κρίσιμο (επίθετο) - (παρόμοια: κρίσιμος - κρίσι - κλείσιμο - κρίση - κρίσνα - κρίστα - κρίστο)
  2. Συνώνυμα
    • σημαντικό
    • κυριώδες
    • αποφασιστικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασήμαντο
    • αδιάφορο
    • επιφανειακό
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει μεγάλη σημασία ή επιρροή
    • που απαιτεί άμεση προσοχή ή ενέργεια
    • που βρίσκεται σε σημείο καμπής ή κρίσης
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αυτή είναι μια κρίσιμη στιγμή για την εταιρεία μας.
    • Ο ασθενής βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση.
    • Η απόφασή σου ήταν κρίσιμη για την επιτυχία του έργου.
    3