Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρίσι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κρίσιμο
-
κρίση
-
κρίσιμος
-
κρίστα
-
κρίσνα
-
κρίστο
-
κρίσταλ
)
Συνώνυμα
αποφασιστικότητα
αποκορύφωμα
κρίκος
3
Αντώνυμα
αδράνεια
αδιαφορία
αμέλεια
3
Ορισμός
Η στιγμή ή η κατάσταση που απαιτεί λήψη σημαντικής απόφασης.
Το σημείο που οδηγεί σε μια οριστική αλλαγή ή εξέλιξη.
Σε ιατρικό πλαίσιο, η κρίσιμη φάση μιας ασθένειας.
3
Παραδείγματα
Η χώρα βρίσκεται σε κρίσιμη στιγμή της ιστορίας της.
Ο ασθενής πέρασε την κρίση και τώρα βελτιώνεται.
Η επιχείρηση αντιμετωπίζει μια κρίση λόγω οικονομικών δυσκολιών.
3