Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρεμαστώ (ρήμα) - (παρόμοια:
κρεμασμένος
-
κρεμώ
)
Συνώνυμα
κρεμιέμαι
αιωρούμαι
κρεμάω
3
Αντώνυμα
σταθερός
στέκομαι
εδραζομαι
3
Ορισμός
Να βρίσκομαι σε θέση αιώρησης χωρίς στήριξη από κάτω.
Να είμαι αναρτημένος σε κάτι.
Να είμαι σε αβέβαιη ή επικίνδυνη κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Το πίνακας κρεμάστηκε στον τοίχο.
Οι σκέψεις του κρεμούνταν πάνω από το πρόβλημα.
Η ζωή του κρεμόταν από μια κλωστή.
3