1. Λέξη
    κρεμαστώ (ρήμα) - (παρόμοια: κρεμασμένος - κρεμώ)
  2. Συνώνυμα
    • κρεμιέμαι
    • αιωρούμαι
    • κρεμάω
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταθερός
    • στέκομαι
    • εδραζομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να βρίσκομαι σε θέση αιώρησης χωρίς στήριξη από κάτω.
    • Να είμαι αναρτημένος σε κάτι.
    • Να είμαι σε αβέβαιη ή επικίνδυνη κατάσταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το πίνακας κρεμάστηκε στον τοίχο.
    • Οι σκέψεις του κρεμούνταν πάνω από το πρόβλημα.
    • Η ζωή του κρεμόταν από μια κλωστή.
    3