1. Συνώνυμα
    • κρεμαστός
    • αιωρούμενος
    • κρεμασμένος από
    3
  2. Αντώνυμα
    • στερεωμένος
    • τοποθετημένος
    • σταθερός
    3
  3. Ορισμός
    • Που βρίσκεται σε θέση αιωρούμενος ή κρεμασμένος από κάτι.
    • Που δεν έχει λυθεί ή οριστικοποιηθεί ακόμα.
    • Που έχει ανασταλεί ή βρίσκεται σε κατάσταση αναμονής.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο πίνακας είναι κρεμασμένος στον τοίχο.
    • Η απόφαση για το έργο παραμένει κρεμασμένη.
    • Το φως ήταν κρεμασμένο από την οροφή.
    3