Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρεμασμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
κουρασμένος
-
κρεμαστώ
-
κρυμμένος
-
σκασμένος
-
σπασμένος
-
διψασμένος
-
ξεχασμένος
-
περασμένος
-
διχασμένος
-
ξιπασμένος
-
κλεισμένος
-
καλεσμένος
-
χαλασμένος
)
Συνώνυμα
κρεμαστός
αιωρούμενος
κρεμασμένος από
3
Αντώνυμα
στερεωμένος
τοποθετημένος
σταθερός
3
Ορισμός
Που βρίσκεται σε θέση αιωρούμενος ή κρεμασμένος από κάτι.
Που δεν έχει λυθεί ή οριστικοποιηθεί ακόμα.
Που έχει ανασταλεί ή βρίσκεται σε κατάσταση αναμονής.
3
Παραδείγματα
Ο πίνακας είναι κρεμασμένος στον τοίχο.
Η απόφαση για το έργο παραμένει κρεμασμένη.
Το φως ήταν κρεμασμένο από την οροφή.
3