1. Λέξη
    κρεμιέμαι (ρήμα) - (παρόμοια: κρατιέμαι - γαμιέμαι)
  2. Συνώνυμα
    • κρεμώ
    • κρέμομαι
    • αναρτώ
    • κουνιέμαι
    4
  3. Αντώνυμα
    • στέκομαι
    • βαστώ
    • στηρίζομαι
    3
  4. Ορισμός
    • 1. Να βρίσκομαι σε θέση αιωρήσεως, χωρίς στήριξη από κάτω.
    • 2. Να είμαι αναρτημένος σε κάτι.
    • 3. (μεταφορικά) Να είμαι σε αβέβαιη ή επικίνδυνη κατάσταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το πανωφόρι κρεμιέται στον κρεμάστρα.
    • Οι φωτογραφίες κρεμιούνται στους τοίχους του σαλονιού.
    • Η ζωή του κρεμιέται από μια κλωστή.
    3