Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρεμιέμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
κρατιέμαι
-
γαμιέμαι
)
Συνώνυμα
κρεμώ
κρέμομαι
αναρτώ
κουνιέμαι
4
Αντώνυμα
στέκομαι
βαστώ
στηρίζομαι
3
Ορισμός
1. Να βρίσκομαι σε θέση αιωρήσεως, χωρίς στήριξη από κάτω.
2. Να είμαι αναρτημένος σε κάτι.
3. (μεταφορικά) Να είμαι σε αβέβαιη ή επικίνδυνη κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Το πανωφόρι κρεμιέται στον κρεμάστρα.
Οι φωτογραφίες κρεμιούνται στους τοίχους του σαλονιού.
Η ζωή του κρεμιέται από μια κλωστή.
3