1. Λέξη
    κρατιέμαι (ρήμα) - (παρόμοια: κρεμιέμαι - κρατούμαι - ρωτιέμαι - πετιέμαι - κρατικός)
  2. Συνώνυμα
    • αντέχω
    • αντιμετωπίζω
    • υποφέρω
    3
  3. Αντώνυμα
    • εγκαταλείπω
    • παραιτούμαι
    • υποχωρώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να έχω τη δύναμη ή την υπομονή να αντιμετωπίσω μια δύσκολη κατάσταση.
    • Να μπορώ να αντέξω κάτι δυσάρεστο ή επώδυνο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να κρατιέσαι και να μην τα παρατάς τόσο εύκολα.
    • Δεν ξέρω πώς κρατιέται ακόμα μετά από όλα αυτά που του συνέβησαν.
    2