Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρατιέμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
κρεμιέμαι
-
κρατούμαι
-
ρωτιέμαι
-
πετιέμαι
-
κρατικός
)
Συνώνυμα
αντέχω
αντιμετωπίζω
υποφέρω
3
Αντώνυμα
εγκαταλείπω
παραιτούμαι
υποχωρώ
3
Ορισμός
Να έχω τη δύναμη ή την υπομονή να αντιμετωπίσω μια δύσκολη κατάσταση.
Να μπορώ να αντέξω κάτι δυσάρεστο ή επώδυνο.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να κρατιέσαι και να μην τα παρατάς τόσο εύκολα.
Δεν ξέρω πώς κρατιέται ακόμα μετά από όλα αυτά που του συνέβησαν.
2