Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρυφτούλι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κρυφτώ
-
κρυφτό
)
Συνώνυμα
μυστικό
κρυφό
απόκρυφο
3
Αντώνυμα
φανερό
εμφανές
καθαρό
3
Ορισμός
Μικρό μυστικό ή πράγμα που κρατιέται κρυφό.
Κάτι που δεν αποκαλύπτεται εύκολα ή είναι δύσκολο να εντοπιστεί.
2
Παραδείγματα
Η γιαγιά μου είχε πάντα ένα κρυφτούλι στο συρτάρι της.
Το παιδί κρύβει ένα κρυφτούλι κάτω από το μαξιλάρι του.
2