Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρυφτό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κρυφτώ
-
κρυφά
-
κρυφτούλι
-
κρυφός
)
Συνώνυμα
κρυψώνα
κρυψωνο
κρυφή θέση
3
Αντώνυμα
ανοιχτός χώρος
προφανής θέση
2
Ορισμός
Μια κρυφή ή μυστική θέση όπου κάποιος μπορεί να κρυφτεί.
Ένας τόπος που χρησιμοποιείται για απόκρυψη ή μυστικότητα.
2
Παραδείγματα
Τα παιδιά έπαιζαν κρυφτό στο δάσος.
Βρήκε ένα καλό κρυφτό για να αποφύγει τους διώκτες του.
2