1. Λέξη
    κρυφτό (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κρυφτώ - κρυφά - κρυφτούλι - κρυφός)
  2. Συνώνυμα
    • κρυψώνα
    • κρυψωνο
    • κρυφή θέση
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανοιχτός χώρος
    • προφανής θέση
    2
  4. Ορισμός
    • Μια κρυφή ή μυστική θέση όπου κάποιος μπορεί να κρυφτεί.
    • Ένας τόπος που χρησιμοποιείται για απόκρυψη ή μυστικότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τα παιδιά έπαιζαν κρυφτό στο δάσος.
    • Βρήκε ένα καλό κρυφτό για να αποφύγει τους διώκτες του.
    2