1. Λέξη
    κρυφτώ (ρήμα) - (παρόμοια: κρυφτό - κρυφά - κρυφτούλι - κρυφός)
  2. Συνώνυμα
    • κρύβομαι
    • αποκρύπτομαι
    • κρύπτω
    3
  3. Αντώνυμα
    • εμφανίζομαι
    • εξέρχομαι
    • αποκαλύπτομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να μην είμαι ορατός ή να μην γίνομαι αντιληπτός από άλλους.
    • Να κρατώ κάτι μυστικό ή να μην το αποκαλύπτω.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Όταν έρχονται οι φίλοι, κρύβομαι πίσω από την πόρτα για να τους εκπλήξω.
    • Δεν θέλω να μάθει κανείς το μυστικό μου, γι' αυτό κρύβομαι.
    2